уверить - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

уверить - translation to πορτογαλικά


верить      
crer , acreditar ; dar crédito, (доверять) confiar
уверить      
persuadir ; assegurar , (заверить) asseverar ; (убедить) convencer ; (заставить верить) fazer crer
разуверить, разуверить      
fazer mudar de convicção, desenganar

Ορισμός

уверить
УВ'ЕРИТЬ, уверю, уверишь, ·совер.уверять
), кого-что. Заставить поверить чему-нибудь или во что-нибудь, убедить в чем-нибудь. Уверить в истинности чего-нибудь. "Глупец! хотел уверить нас, что бог гласит его устами." Лермонтов.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για уверить
1. - Смею вас уверить, что никаких семи избитых военнослужащих не было.
2. Негодяю удалось уверить малышку в том, что ее мама плохая.
3. Теперь могу всех уверить: сборная России - настоящая команда!
4. - Смею вас уверить, будущее именно за такими отношениями.
5. "Смею уверить вас, - сказал клиент, - что парикмахеров не существует.